- ψιψίνα
- pussy
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ψιψίνα — η, Ν (θωπευτ.) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ηχομίμηση ψι ψι + κατάλ. να] … Dictionary of Greek